Μακρύ ζεϊμπέκικο
Αντιγράφω από το κείμενο του Νίκου Σαραντάκου για τον Αλέξη Πολίτη που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Απρίλιο. Στο απόσπασμα ο Πολίτης αναλύει τους στίχους από το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Διονύση Σαββόπουλου.
Η ανάλυση είναι ενδιαφέρουσα, σχολιάζοντας τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στο «πού να σου εξηγώ», φράση που ο Σαββόπουλος αποδίδει στον Μπιθικότση από τη μία και στον κίνδυνο της ηρωοποίησης της βίας και της παρανομίας από την άλλη.
Φταίχτες, ωστόσο, υπάρχουν· η «παραγγελιά» είναι άγραφος νόμος, απόλυτα αποδεκτός από όλα τα μέλη του «γκέτο», ακόμα κι απ’ τους παρείσακτους. Αυτοί που παραβιάζουν ετούτον τον ηθικό κώδικα περιφρονούν την κοινότητα· αν το έκανε ένας οποιοσδήποτε πελάτης, θα έρχονταν οι μπράβοι του μαγαζιού να τον συμμαζέψουν. Όμως εδώ πρόκειται για αστυνόμους· η προσβολή για τα δυο αδέλφια είναι διπλή, στιγμιαία και διαρκής. «Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους | του Νίκου έκαψε τα φρένα». Η «τρέλα», που τόσο επίμονα παραμέριζε, αναπήδησε «με βία»: «Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί,| γιατί του τό ’χαν διαλύσει | κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του,| στη φρικαλέα ατραξιόν του,| με τόση βία, που είναι αδύνατο να πω | τί έγιν’ εκεί κάτου».
Και όλη αυτή η δυσκολία του ακροατή να μην πάρει θέση κορυφώνεται στο τέλος.
Έτυχε να διαβάζουμε σε αναγνωστικές ποιητικές συναντήσεις τον Νοέμβρη του 2015, δέκα-δεκαπέντε μέρες μετά το μεγάλο μακελειό του Παρισιού στο Μπατακλάν, το «Μακρύ ζεϊμπέκικο». Η ανάγνωση που είχα προτείνει ήταν περίπου παρόμοια με όσα εξέθεσα και παραπάνω, όταν ξαφνικά ανανοήθηκα πως μια τέτοια ανάλυση, που τα βλέπει όλα από τη σκοπιά του θύτη, δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο και τους τρομοκράτες. Κι αυτοί γεννήθηκαν σ’ έναν λασπότοπο, κι αυτοί ζουν μέσα στον ίδιο τους τον τόπο σε μια κατάσταση παρανομίας ή έστω ημι-παρανομίας, κι αυτοί είναι ενός είδους «φυγάδες, που φεύγουν πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία». Και σκέφτηκα πως ούτε εγώ ούτε οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε σκεφτεί να διαβάσουμε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο» από την οπτική γωνία των παιδιών των τριών θυμάτων που δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι τους. Ούτε ο ποιητής το σκέφτηκε, έστω και μια στιγμή. Για εμάς, ιδίως εκείνα τα χρόνια, οι αστυνόμοι «τρεις κι εξήντα παίρνουνε, και τον κόσμο δέρνουνε».